τρίτσα

τρίτσα
η, Ν
1. ψάθινο θερινό καπέλο
2. το παιχνίδι τρίλια
3. παιχνίδι με ρίψη λίθων προς τα επάνω
4. φρ. «δεν έχει τρίτσα κάτσα» — δεν χωρούν πονηριές ή υπεκφυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. terza «τρίτη», κατ' επίδραση τού τρία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρίλια — και, παλαιότ. τ., τρίλλια, η, Ν 1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο δύο παίκτες μετακινούν ο καθένας ανά τρία λιθάρια διαφορετικού χρώματος ή μεγέθους πάνω σε τριπλό ορθογώνιο τετράπλευρο το οποίο χαράσσεται σε πλάκα ή στο έδαφος, αλλ. τρίλιζα,… …   Dictionary of Greek

  • τρίλια — η 1. είδος παιχνιδιού με δύο παίχτες, η τρίλιζα, η τριόδα, η τρίτσα. 2. τερέτισμα. 3. μουσικός καλλωπισμός που γίνεται με γοργότατη εναλλαγή και επανάληψη ενός φθόγγου με τον αμέσως ψηλότερό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”